- ἀκρόκομοι
- ἀκρόκομοςwith hair on crownmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρόκομος — ἀκρόκομος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τών Θρακών) αυτός που έχει μαλλιά μόνο στην κορυφή τής κεφαλής 2. (για ζώα) αυτός που έχει τρίχες στο πιγούνι 3. (για δέντρα και κυρίως για τον φοίνικα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα στην κορυφή 4. φρ. «ἀκρόκομοι… … Dictionary of Greek
ευυψής — εὐυψής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλο ύψος («οἱ εὐυψεῑς καὶ ἀκρόκομοι φοίνικες», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υψής (< ύψος), πρβλ. αν ισο υψής, ισο υψής] … Dictionary of Greek